- προσηνεχύραζεν
- πρός , ἀνά-ἐχυράζωimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)πρόσ-ἐνεχυράζωtake a pledge fromimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσενεχυράζω — Α [ἐνεχυράζω] λαμβάνω ως πρόσθετο ενέχυρο («εἶτ ἐπὶ τούτοις, ὡς ὁτιοῡν ἐξὸν ἑαυτῷ ποιεῑν, Σινώπην προσηνεχύραζεν», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek